-
1 βασίλειο(ν)
τό1) королевство, царство; 2) перен. мир, круг, царство;ζωϊκό βασίλειο(ν) — животное царство, животный мир;
φυτικό βασίλειο(ν) — растительный мир; — царство природы;
§ σόϊ πάει το βασίλειο(ν) — одного поля ягода;
του φάνηκε σα να τού χάρισαν 8να βασίλειο(ν) — ему казалось, что он самый счастливый человек на свете;
αξίζεις ένα βασίλειο(ν) — бесценный ты человек
-
2 βασίλειο(ν)
τό1) королевство, царство; 2) перен. мир, круг, царство;ζωϊκό βασίλειο(ν) — животное царство, животный мир;
φυτικό βασίλειο(ν) — растительный мир; — царство природы;
§ σόϊ πάει το βασίλειο(ν) — одного поля ягода;
του φάνηκε σα να τού χάρισαν 8να βασίλειο(ν) — ему казалось, что он самый счастливый человек на свете;
αξίζεις ένα βασίλειο(ν) — бесценный ты человек
-
3 φυτικός
См. также в других словарях:
βασίλειο — το (AM βασίλειον, Α και βασιλήϊον, ιων. τ.) 1. (στον εν. ή πληθ.) βασιλική κατοικία, ανάκτορο 2. η επικράτεια του βασιλιά 3. το βασιλικό αξίωμα και η εξουσία νεοελλ. 1. χώρα της οποίας ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς («το βασίλειο της Δανίας») … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
φυτικός — ή, ό / φυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φυτόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυτά (α. «φυτικό βασίλειο» το σύνολο τών φυτών β. «φυτικό κύτταρο» γ. «τοῦ ἀλόγου δὲ τὸ μὲν ἔοικε κοινῷ καὶ φυτικῷ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. φυσιολ. (για ανατ. σχηματισμό,… … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
επιλογή — Φυσική ή τεχνητή διαδικασία, με την οποία κατορθώνεται από γενιά σε γενιά μια βραδεία βελτίωση και προσαρμογή των ζωντανών οργανισμών. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στις εσωτερικές παραγωγικές ικανότητες των οργανισμών, οι… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… … Dictionary of Greek